- σκοπιά
- Όνομα τεσσάρων οικισμών.
1. Ημιορεινός οικισμός (332 κάτ., υψόμ. 450 μ.) στην επαρχία Φαρσάλων του νομού Λαρίσης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (36 τ. χλμ., 332 κάτ.).
2. Ορεινός οικισμός (594 κάτ., υψόμ. 700 μ.), στην επαρχία Φλώρινας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (594 κάτ., υψόμ. 19 μ.).
3. Ορεινός οικισμός (117 κάτ., υψόμ. 660 μ.) στην επαρχία Φυλλίδας του νομού Σερρών. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (21 τ. χλμ., 117 κάτ.).
4. Ορεινός οικισμός (112 κάτ., υψόμ. 540 μ.) στην επαρχία Ελασσόνας, του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φλάμπουρου.
* * *η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σκοπιή Α1. ψηλός τόπος και, γενικά, θέση κατάλληλη για την επίβλεψη, παρακολούθηση και φύλαξη μιας περιοχής, παρατηρητήριο, βίγλα(«ὡς δ' ὅτ' ἀπὸ σκοπιῆς εἶδεν νέφος αἰπόλος ἀνήρ», Ομ. Ιλ.)2. φρούρησηνεοελλ.1. θέση ή ξύλινο παράπηγμα όπου φρουρεί ο σκοπός2. ναυτ. μικρό διόγκωμα στην κορυφή τού πύργου τών πυροβόλων πλοίου με μικρή χαλύβδινη θυρίδα από την οποία παρατηρείται ο ορίζοντας3. μτφ. τρόπος εξέτασης ή αντίληψης τών πραγμάτων, άποψη, οπτική γωνία («τά βλέπει όλα από τη δική της σκοπιά»)4. φρ. «σκοπιά τών κλισιοσκοπίων»ναυτ. μικρή θυρίδα από την οποία περνούν οι οπτικές ακτίνες για το τηλεσκόπιο τού κλισιοσκοπίου τών πυροβόλων πύργου ή για το περισκόπιο τού κλισιοσκοπίουαρχ.1. άκρο όρους, κορυφή2. ακρόπολη («παῑδες Ἑλλήνων, πότε δὴ πότε τὰν Ἰλιάδα σκοπιὰν πέρσαντες...», Ευρ.)3. επιφυλακή, προσοχή, ἐπαγρύπνηση4. φυλάκιο πάνω σε πύργο5. μτφ. (ποιητ. τ.) η ύψιστη δόξα, ο κολοφώνας6. φρ. «Ἰλιὰς σκοπιά» — η ακρόπολη τής Τροίας (Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σκοπ- τού σκέπτομαι + κατάλ. -ιά].
Dictionary of Greek. 2013.